Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

 

 


 

Εόρτιο μήνυμα του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ επί τη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.

Α Ν Α Κ Ο Ι Ν Ω Θ Ε Ν

«Πῶς θὰ γιορτάζωμε τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ποῦ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ; Ἰδιαίτερα τῶν πιὸ κοντινῶν μας Νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ μὴν ἀλλάξουν τὴν πίστη τους, γιὰ νὰ μὴν δεχθοῦν τὸ Κοράνιον τοῦ Μωάμεθ, γιὰ νὰ μὴν τουρκέψουν θυσίασαν τὴν ζωή τους; Δὲν εἶναι ντροπή, οἱ μὲν χριστιανοὶ βουλευτὲς νὰ προδίδουν τὸ Εὐαγγέλιο ψηφίζοντας τὴν θεσμοθέτηση τῆς φρικώδους ἁμαρτίας, οἱ δὲ μουσουλμᾶνοι βουλευτὲς τῆς Θράκης, νὰ ἀρνοῦνται νὰ τὴν ψηφίσουν, γιατί εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸ Κοράνιο;».

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ ἀπέστειλε τήν ἀκόλουθη Ποιμαντορική Ἐγκύκλιο 2024 πρός τόν εὐσεβῆ Κλῆρο καί τόν φιλόχριστο λαό τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς, ἐπί τῇ ἑορτῇ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί τῇ Ἐθνικῇ Παλιγγενεσίᾳ.

Ἐκ τῆς Ἱ. Μητροπόλεως

ΕΟΡΤΙΟ ΜΗΝΥΜΑ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗι ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2024

 

 

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά,

Συχνὰ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μέσα στὴν ἱστορία μὲ τρόπο ξένο πρὸς τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ, μὲ τρόπο ποὺ ὑπερβαίνει τὴν ἀνθρώπινη προσμονή. Τοῦτο συμβαίνει καὶ σήμερα, κατὰ τὴν μεγάλη Θεομητορικὴ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Πολλὰ τὰ θεῖα παράδοξα ποὺ συνοδεύουν, καὶ κοσμοῦν, καὶ λαμπρύνουν τὴν παρούσα πανήγυρη.

Τί νὰ ξεχωρίσει κανεὶς μεταξὺ τῶν πολλῶν; Τί νὰ ὑπογραμμίσει κανείς ἀπὸ τὰ τόσα καίρια καὶ σωτήρια;

Τὴν παρουσία τοῦ Ἀρχαγγέλου ἐνώπιον τῆς Παρθένου Κόρης;

Τὸ παράδοξο ἄγγελμα τῆς ἀσπόρου συλλήψεως;

Τὴν παρρησία τῆς Μαριὰμ, ποὺ μὲ σοφία καὶ διάκριση ἐρωτᾶ καὶ διαλέγεται γιὰ τὸ νόημα καὶ τὴ σημασία τοῦ ἀγγελικοῦ ἀσπασμοῦ;

Τὸ μέγα μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸ ὁποῖο «δι’ ἡμᾶς τοῦς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν» συγκαταβαίνει τοῦ δικοῦ μας δράματος, συμπονώντας καὶ συμπάσχοντας μαζί μας ἕως θανάτου, λαμβάνοντας τὴν δικὴ μας φύση, δεχόμενος ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἐκτὸς τῆς ἁμαρτίας.

Κάθε πτυχὴ τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ, τὸν διάφορο καὶ ξένο ὡς πρὸς την δική μας ἐμπειρία. Ἀξίζει ἀληθινὰ νὰ σπουδάσει κανείς αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ Θεοῦ, τὸν πρᾶο, τὸν μακρόθυμο· τὸν ταπεινό καὶ ἡσύχιο, τὸν ἀγαπητικό· τὸν θυσιαστικό καὶ σωτήριο. Κάθε λεπτομέρεια τῆς σημερινῆς διηγήσεως ἀποκαλύπτει τοῦτον τὸν τρόπο, μαρτυρεῖ τούτη τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν πεσόντα ἄνθρωπο καὶ γι’ αὐτὸ τῆς πρέπει ἰδιαίτερη προσοχὴ.

Ἐμεῖς ὅμως σήμερα θὰ ἀρκεστοῦμε σὲ ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ προκαλοῦν τὸν θαυμασμὸ καὶ τὴν ἀπορία μας. Καὶ τοῦτο εἶναι ἡ ὁριστικὴ ἀπόκριση τῆς Παναγίας μας πρὸς τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου».

Ὀξύμωρο ἠχεῖ τὸ σχῆμα: ἐλευθερία κομίζει ὁ ἀγγελος – δουλεία ὑπόσχεται ἡ Παρθένος. Ὁ Ἀρχάγγελος ἀναγγέλει τὴν πραγμάτωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, ποὺ σημαίνει τὴν οὐσιαστικὴ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν τυραννία τοῦ διαβόλου, καὶ ἡ Παναγία συναινεῖ καὶ συμπράττει σ’ αὐτὸ, δηλώνοντας ἕτοιμη νὰ ὑποταχθεῖ ὡς δούλη στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου της.

Τὸ ἄκουσμα γεννᾶ τὴν ἀπορία. Τὰ ἐρωτήματα πολλά. Πῶς νοεῖται ἡ ἐλευθερία ποὺ ὁ Θεὸς προσφέρει καὶ πῶς ἡ ἐλευθερία ποὺ ὁ ἄνθρωπος διεκδικεῖ; Σὲ ποιά δουλεία κατέληξε τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ τὶ σημαίνει νὰ εἶναι κανείς δοῦλος τοῦ Θεοῦ; Πῶς ἡ Παρθένος Μαρία ὡς δούλη Κυρίου συντελεῖ καίρια καὶ ἀποφασιστικὰ στὴν κατὰ Θεὸ ἐλευθερία μας;

Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀληθινὰ ἐλεύθερο. Ἄν ἀναζητήσουμε τὴν πρωταρχικὴ ἔννοια τῆς λέξεως ἐλεύθερος θὰ διαπιστώσουμε, ἴσως μὲ κάποια ἔκπληξη, πὼς σημαίνει ἐκεῖνον ποὺ δύναται νὰ ἀναπτυχθεῖ, ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ αὐξηθεῖ, ποὺ δὲν ἐμποδίζεται ἀπὸ τὸ νὰ ἐξελιχθεῖ. Σήμερα φυσικὰ, τούτη ἡ ἑρμηνεία ἔχει παραγκωνιστεῖ πλήρως ἀπὸ τὴν ἐπικρατοῦσα, ποὺ θέλει ἐλεύθερος νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἐπιλέγει ἀπό τήν ἠθική τῆς ὑπάρξεως, τήν ἀνηθικότητα τῆς ἐπιθυμίας καί τοῦ θελήματος.

Ὁ Θεὸς λοιπὸν δημιουργεῖ τὸν ἄνθρωπο ἔτσι ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ, νὰ ἐξελιχθεῖ καὶ νὰ αὐξηθεῖ. Τούτη ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύπτεται στὴν Ἁγία Γραφὴ, στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, ὅπου φανερώνεται ἡ πρόθεση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν δημιουργία: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» (Γεν. 1,26). Ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ, ἐνῶ εἶναι δημιούργημα κτιστό, ἐνῶ εἶναι χοϊκός, παρά ταῦτα φέρει θεία χαρακτηριστικὰ ποὺ τὸν προσκαλοῦν σὲ μιὰ ἀληθινὴ κοινωνία μὲ τὸν πλάστη του, σὲ μία σχέση ἡ ὁποῖα θὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν κατὰ χάρι θέωση. Ἡ ἀνοδικὴ αὐτὴ πορεία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐκείνη τελικὰ ποὺ τὸν καθιστᾶ ἀληθινὰ ἐλεύθερο.

Ὁ ἄνθρωπος ὅμως νομίζοντας πὼς ἠ ἐλευθερία ἔγκειται στὴν δυνατότητα νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, ἀπέρριψε τὸν Θεὸ καὶ τὸν δρόμο ποὺ Ἐκεῖνος εἶχε προπαρασκευάσει γι’ αὐτόν. Ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλησε νὰ γίνει κατὰ χάριν Θεός, ἀλλὰ προτίμησε νὰ ἀκολουθήσει τὴν διαβολικὴ προτροπὴ τῆς αὐτοθεώσεως, ποὺ σήμερα ἔντονα προπαγανδίζεται μὲ τὶς ψευδοθρησκεῖες τοῦ ὑπερανθρωπισμοῦ καὶ τοῦ μετανθρωπισμοῦ.  Ἡ τραγικὴ αὐτὴ ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου εἰσαγάγει στὴν ἱστορία τὴν ἔννοια τῆς δουλείας. Ὁ ἄνθρωπος πρωτίστως, στὸ πλαίσιο αὐτὸ, καθίσταται δοῦλος τοῦ πονηροῦ. Ὁ διάβολος ἀποκτᾶ ἐξουσία ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν πολεμᾶ καὶ τὸν πειράζει καὶ ἔτσι ἐμφανίζεται ἡ δουλεία τῶν παθῶν. Ὁ ἄνθρωπος ὑποτάσσεται στὶς ἕξεις καὶ τὶς ἀδυναμίες του, ὑποβιβάζει τὸν ἑαυτό του ὀλισθαίνοντας σὲ ἔνστικτα ζωώδη καὶ ταπεινά.

Τὰ πάθη μὲ τη σειρά τους παράγουν τὴν κοινωνικὴ δουλεία, τὴν σκλαβιὰ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ ἄνθρωπο. Ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διαρρηγνύεται, ἀφοῦ οἱ σχέσεις τῶν προσώπων ὑποτάσσονται στὴν λογικὴ τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς ἰσχύος. Ἡ ἐκμετάλλευση τῶν ἰσχυρότερων πρὸς τοὺς ἀδυνάτους γίνεται μιὰ ἀπὸ τὶς κεντρικότερες συνιστῶσες τῆς ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀντικείμενο πρὸς χρήση, ἡ ζωὴ του δὲν ἔχει νόημα καὶ ἀξία.

Ὅμως, ἡ τραγικότερη διάσταση τῆς δουλείας, τὴν ὁποία γνώρισε ὁ ἄνθρωπος μετὰ τὴν πτώση, εἶναι αὐτὴ τοῦ θανάτου. Ἐκεῖνος ποὺ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ Τοῦ ὁμοιάσει, γιὰ νὰ ζεῖ ἀτελεύτητα μέσα στὸ φῶς τῆς χάριτος, ἐκεῖνος «ὡς ἄνθος μαραίνεται καὶ ὡς ὄναρ παρέρχεται», ἐκεῖνος διαλύεται «εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη». Ὁ θάνατος γίνεται ὁ μεγάλος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ὁποῖο δὲν ἔχει οὔτε τὴ δύναμη, οὔτε τὸν τρόπο νὰ ἀντιμετωπίσει.

Ἡ κατάσταση αὐτὴ τῆς δουλείας, γλαφυρὰ περιγράφεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ. Ἡ δουλεία τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου, η τυρρανία τῆς Αἰγύπτου, ἡ βαβυλώνια αἰχμαλωσία, ἔρχονται μὲ τρόπο συμβολικό νὰ ἀποκαλύψουν τὴν κατάσταση τοῦ πεσόντος ἀνθρώπου. Τὰ βάσανα καὶ τὰ δεινὰ τοῦ Ἰσραὴλ, μαρτυροῦν τὰ παθήματα ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους.

Ἐκεῖ ὅμως στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, συναντοῦμε καὶ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἀντιστέκονται σθεναρὰ στὴ δουλεία τοῦ πονηροῦ. Εἶναι οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ δίκαιοι καὶ οἱ προφῆτες. Εἶναι ἐκεῖνα τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα, παρὰ τὴν τραγικὴ ἀπὸσταση ποὺ χώριζε τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ἔπαυσαν ποτὲ νὰ Τὸν ἀποζητοῦν, δὲν ἀπὼλεσαν τὴν ἐλπίδα τῆς θείας κοινωνίας καὶ συναναστροφῆς. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν ἐγκαταλείπει ἐκεῖνον ποὺ Τὸν ἀναζητᾶ, ὄχι μόνο καταδέχτηκε νὰ σχετιστεῖ μαζί τους, ἀλλὰ καὶ τοὺς κατέστησε σκεύη ἐκλογῆς, προδρόμους τῆς ἐλεύσεως τοῦ Υἱοῦ Του στὸν κόσμο.

Μεταξύ τῶν προσώπων αὐτῶν ἰδιαίτερη θέση κατέχει ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος μίλησε μὲ μεγάλη ἐνάργεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Μεσσίου. Φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα προανήγγειλε τὴν ἐκ Παρθένου γέννηση τοῦ Λυτρωτοῦ. Ἀνάμεσα στὶς χριστολογικὲς προφητεῖες τοῦ Ἠσαΐου συναντοῦμε καὶ αὐτὴν κατὰ τὴν ὁποία ὁ Μεσσίας ἐμφανίζεται ὡς «ὁ πάσχων δοῦλος τοῦ Θεοῦ». Στὴν προφητικὴ αὐτὴ ἐνόραση τοῦ Ἠσαΐου, ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς θὰ ἀναγνωρίσει τὸν ἐσταυρωμένο Ἰησοῦ Χριστὸ. Ὁ σαρκωμένος Λόγος εἶναι ὁ κατ’ οὐσίαν «δοῦλος τοῦ Θεοῦ».

 Ὅποιος ἐπιθυμεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ, ὀφείλει νὰ μετέχει στὴν δουλεία τοῦ Υἱοῦ Του. Τούτη ὅμως ἡ δουλεία καμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴν καταδυνάστευση καὶ τὴν τυρρανία. Εἶναι ἕνας ἄλλος τρόπος ὕπαρξης ἀπὸ αὐτὸν ποὺ ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει. Εἶναι ὁ τρόπος τῆς ἀγαπητικῆς αὐτοπαράδοσης στὸν Θεό, τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐμπιστοσύνης, τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ταπεινώσεως, τῆς διακονίας καὶ τῆς θυσίας. Τοῦτα τὰ στοιχεία δὲν προέρχονται ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ γι’ αὐτὸ δὲν τὰ συναντοῦμε συχνὰ σὲ αὐτὸν. Ἔχουν θεία προέλευση καὶ καταγωγή. Μᾶς παραπέμπουν στὸ μυστήριο τῆς Παναγίας Τριάδος, καὶ στὴν ἀΐδιο σχέση τῶν Προσώπων Της.

Ὅλα ὅσα προαναφέρθηκαν γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν δουλεία εἶναι ἱκανὰ νὰ φωτίσουν καὶ νὰ ἐξηγήσουν τὴν στάση καὶ τὴν ἀπόκριση τῆς Παναγίας Παρθένου κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό της ὑπὸ τοῦ Γαβριήλ. Στὴν κομβικὴ αὐτὴ στιγμὴ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη μοίρα, ὁ Θεὸς ζητᾶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο νὰ συναινέσει καὶ νὰ συνεργήσει στὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας του. Ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ διακαῶς νὰ ἀποκαταστήσει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σεβόμενος τὴν ἐλευθερία του δὲν τὸν ὁδηγεῖ βίαια σὲ μία σωτηρία, τὴν ὁποία ἐκεῖνος δὲν θέλει. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀποστολὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου δὲν εἶναι τυπικὴ ἀλλὰ οὐσιαστική. Κομίζει ἕνα ἐρώτημα πρὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος: Βούλεσαι τὴν σωτηρία ποὺ Ἐγὼ σοῦ προσφέρω; Ἀποδέχεσαι τὸν δικό Μου τρόπο; Ἦλθες εἰς ἑαυτὸν, μετανόησες γιὰ τὴν φυγή σου; Ἐπεθύμησες τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρικὴ οἰκία;

Στὸ πρόσωπο τῆς Μαριὰμ ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα ἀποκτᾶ φωνὴ καὶ λόγο. Μὰ ποιὰ ἀπάντηση μπορεῖ νὰ σταθεῖ πληρέστερα μπροστὰ στὸ ὕψος τοῦτων τῶν θείων ἐρωτημάτων, πέρα ἀπὸ τὴν ἀπάντηση ποὺ δίδει ἡ Παναγία μας: «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου».

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς συγκαταλέγεται στὴν χορεία τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ ἀπὸ τὶς ἀπαρχὲς τῶν βασάνων τοῦ ἀνθρωπίνου γένους μέχρι καὶ τοὺς καιρούς Της, κινήθηκαν ἀντίθετα στὸ ρεῦμα, ἐπιδιώκοντας τὴν σχέση καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ἡ ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρὲτ ἀχθοφορεῖ τὴν προσμονὴ καὶ τὴν ἐλπίδα τῶν δικαίων καὶ τῶν προφητῶν. Στὰ λόγια Της διακρίνονται καὶ οἱ δικές τους φωνὲς καὶ γι’ αὐτὸ ἡ ἀπόκριση τῆς Παρθένου μεταποιεῖται σὲ αἶνο, σὲ ἄσμα ἑορταστικὸ: «Αἰνεῖτε τὸ ὄνομα Κυρίου, αἰνεῖτε, δοῦλοι, Κύριον. Ἀλληλούϊα».

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς ἀρνήθηκε τὴν δουλεία τοῦ πονηροῦ καὶ τῶν παθῶν. Ἀγάπησε τὸν ἀκηλίδωτο βίο, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἄσκηση. Ἡ Παρθενία γιὰ τὴν Μαρία δὲν φανερώνει ἁπλὰ καὶ μόνο τὴν συμμόρφωσή Της σὲ κάποιο ἠθικὸ πρόσταγμα, ἀλλὰ εἶναι ἕνα πέρασμα στὸν τρόπο ὕπαρξης ποὺ ὁ Θεὸς προόριζε γιὰ τὸν ἄνθρωπο πρὸ τῆς πτώσεως. Ἐκεῖ πάθη καὶ φθορὰ καὶ θάνατος δὲν ὑπάρχουν. Γι’ αὐτὸ οὔτε ἡ σύλληψη, οὔτε ἡ κυοφορία, οὔτε ὁ τόκος τῆς Παναγίας δὲν συνοδεύεται ἀπὸ σωματικὴ ὀδύνη καὶ φθορά.

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς δέχεται στὰ σπλάγχνα της τὸν ἀληθινὸ Μεσσία τοῦ κόσμου, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο, τὸν πάσχοντα δοῦλο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἀληθινὰ Θεοτόκο τὴν καλοῦμε καὶ τὴν ἀναγνωρίζουμε, δὲν θὰ μποροῦσε καὶ ἐκείνη νὰ μὴν εἶναι δούλη Κυρίου. Ἡ ἀποδοχὴ αὐτὴ τῆς δουλείας μαρτυρεῖ τὴν ἀληθινὴ οἰκειότητα καὶ σχέση καὶ συγγένεια τῆς Θεοτόκου μετὰ τοῦ Υἱοῦ καὶ Θεοῦ Της.

Δούλη Κυρίου ἡ Παναγία μας καὶ τοῦτο σημαίνει πὼς εἶναι ἡ πρώτη μέσα στὴν Ἐκκλησία ἡ ὁποία βάδισε αὐτὸν τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ἀκολούθησαν πολλοὶ. Διαβάζουμε στὶς ἐπιστολὲς τῶν Ἀποστόλων: «Συμεὼν Πέτρος, δοῦλος καὶ ἀπόστολος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ», «Παῦλος δοῦλος Θεοῦ, ἀπόστολος δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ», «Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος». Οἱ Ἀπόστολοι, οἱ θεοφόροι Πατέρες, οἱ πολύαθλοι μάρτυρες, οἱ ὅσιοι ἀσκητὲς τῆς Ἐκκλησίας μας ὀνομάζουν τοὺς ἑαυτοὺς τους δούλους Θεοῦ. Μὰ καὶ ὅλοι ἐμεῖς, τὰ μέλη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς δοῦλοι Θεοῦ λογιζόμαστε, καὶ ἔτσι καλούμαστε κατὰ τὴν μετοχὴ μας στὰ ἱερὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ, «βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, χρίεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, στέφεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…». Ὡς δοῦλοι προσερχόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ ἐκεῖνος μᾶς προσλαμβάνει ὡς υἱοὺς καὶ θυγατέρες Του, ὅπως ἔπραξε καὶ κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἀσώτου τῆς παραβολῆς. Καὶ τούτη τὴν ἀποκατάσταση καὶ καταξίωση τὴν ὀφείλουμε στὴν Μητέρα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ Μητέρα ὅλων μας, στὴν Θεοτόκο Παρθένο.

Ἄς ἀπευθύνουμε πρὸς τὴν Παναγία μας μιὰ προσευχὴ ποὺ συνέγραψε πρὸς τὴ Θεοτόκο ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης, γιὰ νὰ τιμήσουμε τὴν μνήμη τοῦ μεγάλου ἀνδρὸς, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀγωνιστῶν τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821, ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων, ἀλλὰ καὶ γιατὶ οἱ ἁπλοί του λόγοι καὶ οἱ θερμές του παρακλήσεις ἔχουν μιὰ τραγικὴ ἐπικαιρότητα στὴν ἐποχή μας κατὰ τὴν ὁποία ὁ λαός μας δοκιμάζεται ἀπὸ ἄλλες δουλεῖες ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικὲς καὶ ἡ ἐλευθερία παραμένει τὸ μεγάλο ζητούμενο:

 «Θεοτόκε, μητέρα τοῦ παντός, τὸ καύχημα τῆς παρθενίας, τὸ καύχημα τῆς ἀρετῆς καὶ τὰ πάντα τῆς ἀγαθότης, προστρέχομεν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀδύνατοι, εἰς ἐσπλαχνίαν τῆς ἀγαθότης σου, νὰ λυπηθεῖς τοὺς ἀθώους ἐκείνους ὁπού φέρνουν τὴν ἁμαρτωλή τους προσευχή εἰλικρινῶς εἰς τὸν παντουργὸν καὶ εὶς τὴν βασιλείαν του, ἐκείνους ὁπού ’τρεξαν ξιπόλυτοι καὶ γυμνοί, ἐκείνους ὁπού ἀφήσαν χῆρες καὶ ἀρφανά, ἐκείνους ὁπού ’χυσαν τὸ αἷμα τους, κατὰ τὸν ὅρκον τους, ν’ ἀναστηθεῖ διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Παντοκράτορα ἡ σκλαβωμένη τους πατρίδα καὶ νὰ λαμπρυθεῖ ὁ Σταυρὸς τῆς Ὀρθοδοξίας, καὶ δι’ αὐτὸν τὸν ὅρκον αὐτείνοι πέθαναν δι αὐτείνη τὴν πατρίδα καὶ θρησκεία, καὶ θυσίασαν καὶ τὸ ἔχει τους, καὶ πολλῶν οἱ γυναῖκες τους, τὰ παιδιά τους, οἱ συγγενεῖς τους διακονεύουν καὶ ταλαιπωροῦνται ξυπόλυτοι, γυμνοί, νηστικοί στὰ σοκάκια ἐκείνης τῆς ματοκυλισμένης πατρίδος ὁπού ζύμωσαν οἱ γονέοι τους καὶ οἱ συγγενεῖς τους μὲ τὸ αἶμα τους, καὶ τὴν γοδέρουν σήμερα καὶ τὴν τρῶνε καὶ τὴν προδίνουν οἱ γουρνόλυκοι μὲ τ’ ἀκονισμένα δόντια καὶ οἱ σύντροφοί τους αὐτεινῶν οἱ τοιοῦτοι. Θεοτόκο, μήτηρ τοῦ παντός, αὐτούς τοὺς ἀθώους νὰ λυπηθεῖς, αὐτοὺς τοὺς γυμνοὺς καὶ ταλαίπωρους… Προστρέχομεν οἱ ἁμαρτωλοί, οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι σου καὶ οἱ σκλάβοι σου εἰς τὀ ἔλεός σου καἰ εἰς τὴν ἐσπλαχνίαν σου…». 

Ἰλιγγιᾷ ὁ νοῦς ὅταν ἀναλογιστῇ πῶς καὶ σὲ ποιές ἀξίες στὶς κατὰ καιρούς Ἐθνοσυνελεύσεις ἐθεμελίωσαν τὸ νέο Κράτος οἱ ἀγωνιστὲς τοῦ 1821, στοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία, στὸν Τίμιο Σταυρό, ποῦ τὸν ἀποτύπωσαν στήν Ἐθνικὴ Σημαία, στοὺς ἁγίους ποῦ τοὺς ἀνήρτησαν σὲ πολλά Ἐθνικὰ σύμβολα καὶ βέβαια στὸν συκοφαντούμενον καὶ ὑβριζόμενον σήμερα πατριωτισμό.

Μετὰ ὅμως τὴν τραγικὴ καὶ ἀποφράδα ἡμέρα τῆς 15ης Φεβρουαρίου, ἡμέρα πένθους καὶ θρήνου γιὰ τὴν ἅλωση τῆς Ἐλληνορθόδοξης πατρίδας μας ἀπὸ τὴν σατανοκίνητη “woke” (γουὸκ) ἀτζέντα τῆς «Νέας Ἐποχῆς», μὲ τὴν θεσμοθέτηση τῆς παρὰ φῦσιν ἀσέλγειας, ὡς δῆθεν ἐννόμου ἀγαθοῦ καὶ τὴν νέα αἵρεση τοῦ «τρεπτισμοῦ», ὅτι δηλαδὴ τὸ Εὐαγγέλιο μεταβάλλεται κατὰ τὶς κοινωνικὲς συνθῆκες καὶ τὸν ψευδῆ δικαιωματισμό, πῶς θὰ γιορτάζωμε τὶς μνῆμες τῶν ἁγίων Μαρτύρων, ποῦ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ; Ἰδιαίτερα τῶν πιὸ κοντινῶν μας Νεομαρτύρων, οἱ ὁποῖοι γιὰ νὰ μὴν ἀλλάξουν τὴν πίστη τους, γιὰ νὰ μὴν δεχθοῦν τὸ Κοράνιον τοῦ Μωάμεθ, γιὰ νὰ μὴν τουρκέψουν θυσίασαν τὴν ζωή τους; Δὲν εἶναι ντροπή, οἱ μὲν χριστιανοὶ βουλευτὲς νὰ προδίδουν τὸ Εὐαγγέλιο ψηφίζοντας τὴν θεσμοθέτηση τῆς φρικώδους ἁμαρτίας, οἱ δὲ μουσουλμᾶνοι βουλευτὲς τῆς Θράκης, νὰ ἀρνοῦνται νὰ τὴν ψηφίσουν, γιατί εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸ Κοράνιο; Εἴθε ἡ εὐλογία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τῆς ὄντως Ἐλευθερωτρίας νά χαριτώνῃ ὅλους καὶ τὸ Γένος μας καὶ τὴν οἰκουμένη καὶ νὰ μᾶς χορηγῇ καιρὸν μετανοίας.

Χρόνια πολλὰ καὶ εὐλογημένα!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 

25η Μαρτίου 1821: Η Επανάσταση κι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου.


 

: Οι δύο μεγαλύτερες Εθνικές γιορτές στη χώρα μας είναι η  και η 28η Οκτωβρίου . Και στις δύο περιπτώσεις γιορτάζουμε την απελευθέρωση της Ελλάδας από ξένους κατακτητές..Τι γιορτάζουμε την 25η Μαρτίου όμως;

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια μεγάλη διπλή γιορτή, καθώς εκτός από Εθνικό, έχει και θρησκευτικό χαρακτήρα.

Ας δούμε σε αυτό το πρώτο μέρος το Εθνικό σκέλος της μεγάλης αυτής γιορτής του ελληνισμού.

Η Εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου

Στις  γιορτάζουμε την Επανάσταση του 1821 που έγινε εναντίον του τουρκικού ζυγού μετά από 400 χρόνια σκλαβιάς.

Στην ουσία αναφερόμαστε στην ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών με σκοπό την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους, του ελληνικού κράτους που υπάρχει ακόμη και σήμερα.

Με άλλα λόγια τότε γιορτάζουμε την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Όπως, όμως, και στην περίπτωση της 28ης Οκτωβρίου, έτσι και την 25η Μαρτίου γιορτάζουμε ουσιαστικά την έναρξη και όχι τη λήξη της επανάστασης.

Ο Αλ. ΥψηλάντηςΠιο συγκεκριμένα, η Επανάσταση, σε διπλωματικό επίπεδο, ξεκίνησε ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου του 1821 από την μακρινή Μολδοβλαχία (σημερινή Ρουμανία) από τον πρίγκηπα Αλέξανδρο Υψηλάντη.

Στην Ελλάδα η εξέγερση ξεκίνησε από την Πελοπόννησο και γρήγορα εξαπλώθηκε στη Στερεά Ελλάδα κι από εκεί σε ολόκληρη τη χώρα.

Στην καλλιέργεια της εθνικής ταυτότητας που ήταν απαραίτητη για την εκκίνηση της Επανάστασης καταλυτικό ρόλο έπαιξε ο νεοελληνικός διαφωτισμός.

Από τους κυριότερους εκπροσώπους του υπήρξε ο Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής, ο οποίος είχε γράψει και το περίφημο “καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά 40 χρόνια σκλαβιά και φυλακή”, φράση η οποία συνδέθηκε άρρηκτα με τον απελευθερωτικό αγώνα.

Γιατί γιορτάζεται στις 25 Μαρτίου;

Σύμφωνα με τους λαϊκούς θρύλους η Επανάσταση ξεκίνησε από τα Καλάβρυτα και συγκεκριμένα από την Αγία Λαύρα.

Εκεί, ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε κρυφά τη σημαία της Επανάστασης στις 25 Μαρτίου 1821, δίνοντας το έναυσμα για τον απελευθερωτικό αγώνα.

Ο Π.Π. Γερμανός σηκώνει το λάβαρο της Επανάστασης
Το γεγονός αυτό καταγράφηκε ιστορικά και μάλιστα του δόθηκε έμφαση καθώς συσχέτιζε κατά κάποιον τρόπο την Εκκλησία και τη θρησκευτική παράδοση με την Επανάσταση.

Επίσης, σύμφωνα με μια άποψη η ημερομηνία επιλέχθηκε αφενός λόγω της θρησκευτικής σημασίας της και αφετέρου γιατί πίστευαν ότι την ημέρα εκείνη θα μπορούσαν να κρύψουν την Επανάσταση μέσα στους θρησκευτικούς πανηγυρισμούς.

Ζήτω η Επανάσταση
Έτσι η επέτειος εορτασμού του ιστορικού αυτού γεγονότος καθορίστηκε να γίνεται κάθε χρόνο στις 25 Μαρτίου.

Μη χάσετε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος που αφορά στους θρησκευτικούς εορτασμούς της διπλής αυτής γιορτής.

Ζήτω η 25η Μαρτίου!

Είδαμε στο πρώτο μέρος το Εθνικό σκέλος της γιορτής της 25ης Μαρτίου με τον απελευθερωτικό αγώνα εναντίον των Οθωμανών κατακτητών.

Τι είναι ο Ευαγγελισμός της ΘεοτόκουΕκτός, όμως, από τον εθνικό της χαρακτήρα, η γιορτή της 25ης Μαρτίου έχει και θρησκευτικό χαρακτήρα.

Σε αυτό το δεύτερο μέρος, λοιπόν, θα ασχοληθούμε με τη θρησκευτική πλευρά της διπλής αυτής γιορτής που δεν είναι άλλη από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου

Στις 25 Μαρτίου, εκτός από την Επανάσταση εναντίων των Τούρκων, γιορτάζεται και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, μία από τις μεγαλύτερες γιορτές του Χριστιανισμού.

Άλλωστε για τον λόγο αυτό συνδέθηκε και ο εορτασμός της Επανάστασης με την ημέρα αυτή. Τι είναι όμως ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου;

Η ημέρα του Ευαγγελισμού ήταν η μέρα που η Παναγία έμαθε την χαρμόσυνη είδηση ότι πρόκειται να γεννήσει τον Χριστό, τον υιό του Θεού.

Ετυμολογικά, η λέξη Ευαγγελισμός προέρχεται από την ομηρική λέξη ευάγγελος, που σημαίνει αγγελιοφόρος καλών ειδήσεων (ευ + άγγελος).

Τα χαρμόσυνα νέα μετέφερε στη Θεοτόκο Μαρία ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Μάλιστα, δεν της ανακοίνωσε απλώς το νέο, ότι πρόκειται δηλαδή να φέρει στον κόσμο τον Ιησού, σαν κάτι το δεδομένο, αλλά ζήτησε τη συγκατάθεση της.

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ
Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά που κατέγραψε το γεγονός, ο Θεός με αυτό τον τρόπο έδωσε στην Παναγία τη δυνατότητα να αποφασίσει μόνη της, δίνοντας της την χαρά της συνδημιουργίας.

Η Παναγία ρώτησε τον Άγγελο πως θα γινόταν να κυοφορήσει παιδί δεδομένου ότι δεν είχε σωματική επαφή με κάποιον άνδρα μιας και ήταν απλώς αρραβωνιασμένη και όχι παντρεμένη με τον Ιωσήφ.

Τότε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ εξήγησε στη Μαρία ότι αυτό ήταν το θέλημα του Θεού και ότι Αυτός θα φροντίσει για όλα. Για αυτό και το παιδί αυτό θα είναι ο Υιός του Θεού.

Μάλιστα ανέφερε το παράδειγμα της Ελισάβετ, η οποία αν και ήταν στείρα γέννησε με τη βοήθεια του Θεού σε προχωρημένη ηλικία.

Έτσι η Παναγία πείστηκε και δέχτηκε το Θεϊκό πρόσταγμα και ο Γαβριήλ αποχώρησε έχοντας εκπληρώσει το έργο του.

Κάθε χρόνο, γιορτάζουμε το γεγονός αυτό στις 25 Μαρτίου.

Χρόνια Πολλά!



 

Ο αρχιστράτηγος της Εθνεγερσίας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης «253 χρόνια από τη γέννηση του «Γέρου του Μωριά»

 

«Μιαν φοράν όπου επήραμεν το Ναύπλιον ήρθε ο Άμιλτον να με ιδή και μου είπεν ότι πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσολαβήσει. Εγώ του αποκρίθηκα ότι αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος εμείς καπετάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάναμεν με τους Τούρκους. 

 Άλλους έκοψε άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί, και άλλοι καθώς εμείς εζήσαμεν ελεύθεροι από γενεά είς γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμιά συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δυο φρούρια ήταν ανυπόταχτα. Με είπε ποια είναι η βασιλική φρουρά του, ποια είναι τα φρούρια ; Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια, η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά. Έτσι δεν μου μίλησε πλέον». (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης)

 Στην μακρά και κοπιώδη πορεία του ελληνισμού για την προάσπιση της ελευθερίας του, υπήρξαν λαμπρά τέκνα του, που με την αυτοθυσία και την απαράμιλλη ηθική τους γενναιότητα, στέριωσαν την ελληνική διάρκεια, στην αχανή λεωφόρο του χρόνου. Υπήρξαν όμως και μερικοί Έλληνες μέσα στην ηθικά έξοχη αυτή χωρία, που με την ατίμητη πολυεπίπεδη  συμβολή τους, έσπασαν τα όρια του ηρωισμού και της αυτοθυσίας και πέρασαν στη λαϊκή συνείδηση στη σφαίρα του θρύλου, περιβεβλημένοι με την αλουργίδα του λυτρωτή του έθνους. Σ΄ αυτούς ανήκει αδιαφιλονίκητα ο Γέρος του Μοριά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

  Ιδιοφυής στρατιωτικός που γνώριζε και την τελευταία ακόμη εξέλιξη της στρατιωτικής τέχνης έχοντας εκπαιδευτεί ως ταγματάρχης του αγγλικού στρατού, από τους καλλίτερους στρατιωτικούς της εποχής, αλλά και γνωρίζοντας συνάμα την τεχνική του ανταρτοπόλεμου ως λαμπρό γέννημα της «κλεφτουριάς», συνετός «πολιτικός» όπου και αναδέχτηκε σε δύσκολές ώρες της ιστορίας δυσεκπλήρωτο έργο και το έφερε εις πέρας με την απαράμιλλη πολιτική του σύνεση, κατορθώνοντας όταν η φλόγα της επανάστασης έσβηνε από την κατάρα της διχόνοιας να ξαναενώσει και να εμπνεύσει τους Έλληνες στον υπέρ πίστεως αγώνα, μα πάνω από όλα ακαταδάμαστη ελληνική ψυχή που ήξερε να ψυχώνει και να οδηγεί τους Έλληνες, ο Κολοκοτρώνης έχει καταχωριστεί στο πάνθεον της ελληνικής ιστορίας, σαν μια από τις έξοχες μορφές της. Ποιος ήταν όμως αυτός ο λαϊκός θρύλος που στο άκουσμά του και μόνο ο προαιώνιος εχθρός καταλαμβάνονταν από πανικό; «Εγγενήθηκα εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής. Εγγεννήθηκα εις ένα βουνό, είς ένα δένδρο από κάτω, εις την Παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι» θα γράψει ο λαμπρός μας πολέμαρχος αυτοβιογραφώντας τον εαυτόν του. Ωστόσο πολύ κατατοπιστικές για την λαμπρή μορφή της εθνεγερσίας μας είναι και οι βιογραφικές περιγραφές των Γεώργιου Τερτσέτη, Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου και Σπύρου Μελά. Γράφει ο Τερτσέτης «Ο Κολοκοτρώνης ήτον ικανός να ετοιμάζη την ζωοτροφίαν των στρατιωτών, είχε και τρόπον μαγευτικόν επάνω του. Επείθοντο εις αυτόν όλοι οι στρατιώται ….Η παρουσία του και η υπογραφή του ήτον το δυνατότερον όπλον είς τον στρατιώτην …Η φωνή του ήτον βροντώδης και μεγάλη, είχε βλέμμα ζωηρόν, τόλμην εις τους πολέμους και στρατηγήματα …. Όταν έδιδε τον λόγον του έμενε πιστός, όλα του τα επιχειρήματα τα έκαμνε φανερά. Η πλεονεξία του ήτον τίποτε, καλώς και η φιλαργυρία του… Απέφευγε την μελαγχολίαν, αποστρέφετο τους κατηφείς και ελαττωματίας». (Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη, «Παρθενών»).  Ο Παπαρρηγόπουλος δίνοντας με ενάργεια την εικόνα του αρχιστράτηγου θα γράψει : Ήτο τω όντι πεπλασμένος ίνα άρξη της Πελοποννήσου … Το ευπαγές αυτού σώμα, η μεγάλη κεφαλή, η μακρά κόμη, οι αετώδεις οφθαλμοί, το ευρύ μέτωπον, η βροντώδης φωνή, τα πάντα ήσαν πάρα αυτώ επιτήδεια να καταπλήξωσιν εκ πρώτης όψεως τους ρωμαλέους της χερσονήσου ορείτας…, είχεν τοσάυτην και τοιαύτην ορθότητα πνεύματος, ευγλωτττίαν, στρατηγικήν δεξιότητα, πανουργίαν και γνώσιν των πραγμάτων και των προσώπων οία και όσα απαιτούντο ίνα υπαγάγη τους Μωραΐτας του 1821 … έδειξε δείγματα τρανά μεγαλοφυΐας στρατιωτικής» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους).

 Ενώ με αδρές γραμμές περιγράφει τον ηγέτη της εθνικής μας παλιγγενεσίας και ο Σπύρος Μελάς «Μυσταγωγός του πολέμου, μεγάλος εθνικός ψυχωτής και οδηγός». Ο Κολοκοτρώνης με την ηθική του εμπνοή, την πολεμική του ευτολμία και τα ακένωτα ψυχικά του χαρίσματα επεβάλλετο παντού. Στη συνείδηση του εχθρού είχε καταγραφεί σαν άτρωτος και η παρουσία του και μόνον προξενούσε ηθική παραλυσία στους Τούρκους. Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι οι Τούρκοι στα βάθη της Ασίας τον είχαν ταυτίσει με μυθικό «τέρας» και τον επικαλούνταν όταν ήθελαν να εκφοβίσουν κάποιον. «Κολοκοτρώνα! Κολοκοτρώνα !» έτσι λέγανε τα Τουρκάκια μετά τη συντριβή του Δράμαλη και το αίμα τους πάγωνε. Η φαντασία τους τον έπλαθε τεράστιο γίγαντα με τρία μάτια – το μεσαίο πελώριο πάνω από τη μύτη – τριχωτό σαν αρκούδα, με φοβερά δόντια κάπρου, γυριστά κοφτερά σαν χατζάρια. 

 Ενώ οι μανάδες στην Τουρκία όταν ήθελαν να εκφοβίσουν τα παιδιά τους για τις αταξίες που έκαναν  τους έλεγαν απειλητικά «Κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε αρπάξει ο Κολοκοτρώνης». Όμως όπως αποτυπώνεται και στις τρείς έγκυρες βιογραφίες του  Γέρου του Μοριά ο Κολοκοτρώνης δεν ήταν στη σωματική διάπλαση γίγαντας, όσο στην ψυχή και την ηθική αρετή. Με αυτά τα ακαταμάχητα ηθικά του προσόντα σύνδρομα και διαπλαστικά της ενάρετης προσωπικότητάς του, επιβάλλονταν, εμψύχωνε και οδηγούσε. Χαρακτηριστικό εξάλλου για αυτές τις κρίσεις είναι και το εξής γεγονός.

  Γύρω στα 1823 από μακριά είχε έλθει στην Τρίπολη ένας νεαρός για να δεί τον Κολοκοτρώνη. Καθώς σπρώχνονταν λοιπόν μέσα στο πλήθος για να δεί τον αρχιστράτηγο, τον είδε ο γραμματέας του Οικονόμου και επιτακτικά τον ρώτησε «Τι θέλεις, τι γυρεύεις; « Να ιδώ τον Κολοκοτρώνη απάντησε ο νεαρός. Και όταν του τον έδειξαν έμεινε άναυδος λέγοντας «Μα αυτός είναι σαν όλους τους ανθρώπους». Σαν όλους τους ανθρώπους, μη μπορώντας να αποτιμήσει ο νεαρός ότι το μεγαλείο του πολέμαρχου έγκειτο στην ψυχή και όχι στη σωματική διάπλαση. 

 Ο Κολοκοτρώνης έφερε το βάρος μιας αδαμάντινης οικογενειακής παράδοσης στην Κλεφτουριά, που του είχε κληροδοτήσει όλες τις αναγκαίες πολεμικές αρετές για να ανταποκριθεί – αλλά και να ηγηθεί – στον αγώνα της εθνεγερσίας. Μια μαρμάρινη πλάκα στο ανακαινισμένο σπίτι των Κολοκοτρωναίων στο χωριό τους το Λιμποβίτσι γράφει «Δώδεκα γενεές Κολοκοτρωναίων». Αυτή λοιπόν η μακρά στρατιωτική παράδοση εναντίον του εχθρού, είχε καταστήσει ετοιμοπόλεμο τον στρατηγό για τον πολύπλαγκτο αγώνα κατά των Τούρκων. Ο ίδιος θα γράψει στα απομνημονεύματά του « Όμως αυτό το είδος της ζωής όπου εκάμναμε μας εβοήθησε πολύ εις την επανάσταση, διότι ηξεύραμε τα κατατόπια, τους δρόμους, τις θέσεις, τους ανθρώπους.

  Εσυνηθίσαμε να καταφρονούμε τους Τούρκους, να υποφέρουμε την πείνα, την δίψα, την κακοπάθια, τη λέρα και κάθε εξής». Ο Κολοκοτρώνης έχοντας παράλληλα με αυτά τα βιώματα της κλεφτουριάς και την στρατιωτική γνώση από την θητεία στον αγγλικό στρατό, αλλά και τους ναπολεόντιους αξιωματικούς, αποδείχτηκε στο πεδίο της στρατηγικής, αριστοτέχνης. Με τις ενορατικές στρατιωτικές του εμπνεύσεις σε κρίσιμες στιγμές για την εξέλιξη του αγώνα επέτυχε περίλαμπρες νίκες και σφράγισε την μακρά πορεία για την απαλλαγή μας από το έρεβος της οθωμανικής δουλείας.

 Ήταν ο μόνος από τους Έλληνες πολεμάρχους, που υποστήριξε σχέδιο συγκέντρωσης των επαναστατικών δυνάμεων γύρω από την Τρίπολη, η οποία ήταν το κέντρο στρατιωτικής ισχύος των Τούρκων. Η στρατηγική του τεχνική εδράζονταν στη σκέψη, συγκέντρωση των δυνάμεων και επίθεση στο κέντρο του εχθρού. Με την κατάρρευση του κέντρου, θα πέσουν και τα άκρα. Και απεδείχθη αληθινός, αντίπερα στις εκ διαμέτρου αντίθετες στρατιωτικές εκτιμήσεις των υπόλοιπων οπλαρχηγών.

 Στις 12-13 Μαΐου διεξήχθη η Μάχη στο Βαλτέτσι. Η νίκη θα στεφανώσει τα ελληνικά όπλα και θα αποβεί καθοριστική για την περαιτέρω πορεία του αγώνα. Ο γέρος του Μοριά θα γράψει «Εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της πατρίδος. Αν εχαλιόμεθα εκινδυνεύαμε να μην κάμωμε ορδί πλέον». Αλλά αξιοσημείωτη όμως εδώ είναι και η πίστη του πολεμάρχου στην θεία δύναμη στην οποία και αποδίδει τη νίκη. «Εκείνη την ημέρα ήταν Παρασκευή και έβαλα λόγο ότι : πρέπει να νηστεύσομε όλοι δια δοξολογίαν εκείνης της ημέρας και να δοξάζεται αιώνας αιώνων έωσου στέκει το έθνος, διότι ήταν η ελευθερία της πατρίδος». Και σε λίγο θα ακολουθήσει η μεγάλη νίκη των ελληνικών δυνάμεων, που θα ψυχώσει τους Έλληνες και θα τους πείσει ότι οι Τούρκοι καίτοι στρατιωτικά υπέρτεροι σε άνδρες και εφόδια, δεν είναι άτρωτοι και ότι το όραμα της ελευθερίας είναι εφικτό. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821 απελευθερώνεται η Τρίπολη.

  Είναι η μεγάλη στιγμή του Κολοκοτρώνη που τον εδραιώνει ως αρχιστράτηγο του αγώνα – αφού είχε σθεναρά υποστηρίξει το σχέδιο επίθεσης στο κέντρο του εχθρού – στα μάτια των οπλαρχηγών, αλλά και στα μάτια κάθε αγωνιζόμενου Έλληνα για την ελευθερία της πατρίδος. Ενώ σε λίγο πλησιάζει και το απόγειο της στρατιωτικής επικυριαρχίας του Κολοκοτρώνη με την συντριπτική νίκη των Ελλήνων επι του «πολύ» Δράμαλη. Στα Δερβενάκια το 1822, ο Γέρος του Μοριά καταγάγει μια ανεπανάληπτη νίκη εναντίον ενός  άτρωτου θεωρητικά στρατού, του οποίου ηγείται ο επίλεκτος των τούρκων στρατηγός Μαχμούτ Δράμαλης πασάς. 24.000 πεζούς, 6.000 ιππείς, 6 κανόνια, 30.000 ημίονους, 500 καμήλες φέρει μαζί του στην άτρωτη στρατιά του ο Δράμαλης πασάς. Δεν θα σταθούν όμως αρκετά για να κάμψουν τη  στρατιωτική ευφυΐα του Κολοκοτρώνη. Με τη βοήθεια του Δημητρίου Υψηλάντη στήνει στους Μύλους – κομβική φρουρά στο φρούριο του Άργους – στρατόπεδο και εφαρμόζει στρατηγική «καμένης γής», στρατηγική αποκλεισμού δηλαδή στα καίρια σημεία εφοδιασμού του εχθρού, όπως νερό, τροφές κ.α. Είναι η πετυχημένη τακτική που έχει ενωρίτερα εφαρμόσει ο Κουτούζωφ εναντίον του Μεγάλου Ναπολέοντα

 Το ευφυές σχέδιο αντιμετώπισης του Δράμαλη πετυχαίνει και οι Έλληνες σημειώνουν μια περίσεπτη νίκη. Νίκη που αφενός θα αποδεκατίσει τον εχθρό και θα κάμψει κάθετα το ηθικό του, αφετέρου, θα εδραιώσει στους σκλαβωμένους έλληνες την πεποίθηση για να αποτινάξουν «τον βαρύν και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας». Τα αποτελέσματα για τους Τούρκους οικτρά : Ο Δράμαλης βυθισμένος σε κατάθλιψη από την ήττα πεθαίνει και ο εκλεκτός της Πύλης Χουρσίτ πασάς που είχε εξοντώσει τον Αλή Πάσά στα Γιάννενα, αυτοκτονεί αφού του χρεώνουν ότι δεν συνέδραμε έγκαιρα τον Δράμαλη. Όμως τη λαμπρή πορεία του γένους προς την ελευθερία, σύντομα θα την επισκιάσει το σαράκι της διχόνοιας.

  Και είναι ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός που τόσο εύστοχα θα γράψει στον 144 στίχο του «Ύμνου είς την ελευθερίαν» «Και η διχόνοια που βαστάει/ ένα σκήπτρο η δολερή/ καθενός χαμογελάει/ πάρτο λέγοντας και σύ». Στα 1823, το Μάρτιο, η εν Άστρει Εθνοσυνέλευση καταργεί την αρχιστρατηγία και παύει τον Κολοκοτρώνη από την ηγεσία του αγώνα. Ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος είναι πια γεγονός, στιγματίζοντας ανεξίτηλα τον ιερό αγώνα των Ελλήνων. Αφού λάβει χώρα μια θλιβερή διελκυστίνδα μεταξύ «Βουλευτικού» και «Εκτελεστικού» των δυο δηλαδή αρχηγικών τάσεων στους κόλπους του αγώνα, θα λήξει με υποχώρηση του μεγάλου Έλληνα πολέμαρχου. Όμως είναι η αρχή του εμφύλιου σπαραγμού. Τον Μάιο του 1824 εκσπάζει και δεύτερος εμφύλιος. Και στις αρχές του 1825 ο γέρος του Μοριά οδηγείται στη φυλακή. Σίγουρα άδικη αμοιβή για το απαράμιλλο ελληνόπουλο, που έχει σφραγίσει με την παρουσία του, τις μέχρι τώρα επιτυχίες των ελληνικών όπλων.

  Με άλλους προκρίτους και οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου προσάγεται στην Ύδρα και φυλακίζεται χωρίς δίκη στη Μονή του Προφήτη Ηλία. Και το τραγικότερο όλων για την επανάσταση; Έχει αποβιβαστεί στην Πελοπόννησο ο αριστοτέχνης της πολεμικής τέχνης και με την αρωγή των αξιωματικών των ναπολεοντίων πολέμων Ιμπραήμ πασάς, με την προοπτική να καταπνίξει την επανάσταση. Τους πέντε κρίσιμους μήνες της εισβολής του Ιμπραήμ, ο Κολοκοτρώνης ευρίσκεται στη φυλακή.

  Ο τουρκοαιγύπτιος στρατιωτικός προελαύνει χωρίς καμία αντίσταση και ισοπεδώνει στο διάβα του τα πάντα. Σε μια έξαρση της αλαζονείας του θα πεί χαρακτηριστικά «Οπου περνάω δεν θα ξαναφυτρώσει χορτάρι». Ενώ στη λαϊκή συνείδηση θα μείνει ως εικόνα καθολικής καταστροφής το «πέρασε ο Μπραήμης». Σύντομα θα καταλάβει τη Μεσσηνία και σαν μη έφταναν όλα αυτά το ηθικό των Ελλήνων που εν των μεταξύ βυθίζονται στις τραγικές διχαστικές έριδες, έχει εκμηδενιστεί. Κάτω από την πίεση των εξελίξεων και των γεγονότων ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίζεται. Είναι η πρώτη φορά που ο πολέμαρχος φυλακίζεται, γιατί θα ακολουθήσει και πάλι τον πικρό αυτό δρόμο με μια δίκη παρωδία. Σκηνοθετημένη αθλιότητα τη υποδείξει των «προστάτιδων δυνάμεων». Για πρώτη φορά θα φυλακίσουν τον αρχιστράτηγο οι φατρίες με αντικείμενο τα τιμάρια της εξουσίας. Τη δεύτερη το σύστημα εξουσίας που είχαν επιβάλει οι προστάτιδες δυνάμεις. Για την δίκη του Γέρου του Μοριά ο εκπρόσωπος της Πρωσίας Λούτζι θα γράψει χαρακτηριστικά «είναι τόλμημα μεγίστης αυθαιρεσίας, σκάνδαλον, ού το όνειδος έσται ανεξάλειπτον, εστερημένον κοινού νού και πάσης λογικής» (Δ. Φωτιάδη Κολοκοτρώνης). Η καταδίκη άλλωστε θα αποτελέσει μια χρυσή ευκαιρία για να αναδειχτεί τόσο το ατίμητο ήθος του πολέμαρχου που πάνω και πέρα από κάθε προσωπική πικρία για τον άδικο διασυρμό που υπέστη θέτει το συμφέρον της πατρίδος, όσο και το αδαμάντινο δικαστικό ήθος των δικαστών του Αναστασίου Πολυζωΐδη (προέδρου) και Γεωργίου Τερτσέτη. Εν πάσει περιπτώσει με την αποφυλάκισή του ο Κολοκοτρώνης θέτει άμεσα σχέδιο ανασύνταξης του αγώνα. Οι δυσκολίες πολλές. Μα πιότερο από όλες το πτοημένο ηθικό των Ελλήνων. Πάραυτα και μέσα από τις στάχτες και την ηθική συντριβή του επάρατου εμφυλίου, ο Κολοκοτρώνης θα κατορθώσει να ξαναφουντώσει τη σπίθα της επανάστασης και να οδηγήσει το σκλαβωμένο γένος στην ελευθερία του. Όμως αξίζει εδώ εμφατικά να τονίσουμε την απαρασάλευτη πίστη που έτρεφε ο πολέμαρχος για τον αγώνα, αδιαφορώντας για την αριθμητική υπεροπλία, αλλά και τις καταφανώς ανώτερες στρατιωτικές υποδομές του εχθρού. Γιατί ο Κολοκοτρώνης πάλευε πάνω από όλα με την ψυχή και την καρδιά του ανυπόταχτου Έλληνα και έπειτα με τα όπλα. Την εδραιωμένη πίστη του για την ανάκτηση της εθνικής μας ελευθερίας, δεν έστεργε να την κλονίσει τίποτε. Θυμίζοντας τα λόγια του ποιητή «Η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το αίμα. Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και το αίμα».

Στα πρώτα βήματα της επανάστασης λοιπόν και ενώ οι άλλοι οπλαρχηγοί του υποδεικνύουν σαν στρατηγική να διασκορπιστούν και να καταφέρουν μικρά και αλλεπάλληλα στρατιωτικά πλήγματα στον εχθρό, ο Κολοκοτρώνης εμμανώς επιμένει στο να σωρευτεί όλη η στρατιωτική ισχύς των Ελλήνων στην Τρίπολη και να κτυπήσουν στην καρδιά τους Τούρκους. Γράφει χαρακτηριστικά «Εγώ τους είπα : Δεν έρχομαι, κάθομαι εις τούτα τα βουνά που με γνωρίζουν τα πουλιά και με τρών καλύτερα γειτονικά. Γυρίζει ο Παπαφλέσσας και λέει ενός παιδιού : «Μείνε μαζί του, μην τον φάνε τίποτες λύκοι». Εκατέβηκα κάτου και ήταν μια εκκλησία εις το δρόμο και το καθισιό μου ήταν όπου έκλαιγα την Ελλάς «Παναγιά μου βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες για να εμψυχωθούν ! Είς τον δρόμο απάντησα τον ξάδελφό μου Αντώνιο του Αναστάση Κολοκοτρώνη με εφτά ανιψίδια μου, εγινήκαμε εννιά και το άλογό μου δέκα. Εγώ ήμουν και χωρίς τουφέκι» Απαράμιλλη έκφραση της αδούλωτης ελληνικής ψυχής. Τέτοιοι ωραίοι έλληνες και με ανύπαρκτα μέσα, παρά μονάχα με το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής – που ζυγόν στον τράχηλο δεν δέχεται – ελευθέρωσαν την πατρίδα. Αλλά ο Κολοκοτρώνης πέρα από ακαταμάχητος πολέμαρχος ήταν –έστω και αν δεν πρωταγωνίστησε στο προσκήνιο – και εξέχον πολιτικός. Δεν τον ξεγελούσε κανένα δόλιο διπλωματικό τερτίπι και με οδηγό την πολιτική του ευθυκρισία και μόνον, έπαιρνε τις αποφάσεις του. Ενδεικτικό είναι το εξής περιστατικό, αναφορικά με τις δελεαστικές προτάσεις του εκπροσώπου της Αγγλικής κυβερνήσεως πλοιάρχου Χάμιλτον, όπως θα το αποτυπώσει ο Κολοκοτρώνης «Μιαν φοράν όπου επήραμεν το Ναύπλιον ήρθε ο Άμιλτον να με ιδή και μου είπεν ότι πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμόν και η Αγγλία να μεσολαβήσει. Εγώ του αποκρίθηκα ότι αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος εμείς καπετάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάναμεν με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε άλλους εσκλάβωσε  με το σπαθί, και άλλοι καθώς εμείς εζήσαμεν ελεύθεροι από γενεά είς γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμιά συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δυο φρούρια ήταν ανυπόταχτα. Με είπε ποια είναι η βασιλική φρουρά του, ποια είναι τα φρούρια ; Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι κλέφτες, τα φρούρια, η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά. Έτσι δεν μου μίλησε πλέον». Ενώ ακόμα, ο Γέρος του Μοριά είχε την ακλόνητο πεποίθηση ότι η Ελλάδα ελάχιστη βοήθεια θα ελάμβανε από τις έξω δυνάμεις στον υπέρ πίστεως αγώνα. Προς αυτή την κατεύθυνση όταν οι Έλληνες καπεταναίοι γύρω στα 1810 θα υποβάλλουν από την Ζάκυνθο υπόμνημα στην αγγλική κυβέρνηση, για να μας συνδράμει στον αγώνα της εθνεγερσίας, θα δρέψουν την παγερή αδιαφορία της τελευταίας. Ο αρχιστράτηγος θα αποφανθεί « Ότι κάμωμε θα το κάμωμε μοναχοί και δεν έχομε ελπίδα καμιά από ξένους»Γράφει διεξοδικότερα ο Κολοκοτρώνης «Όταν είδα ότι εις τα συμβούλια της Βιέννας δεν έγινε κανένα καλό δια ημάς απελπίσθηκα από τους ξένους και είπα να μην έχωμε ελπίδα λυτρώσεως άλλη παρά από τον εαυτόν μας και από τον Ύψιστον». Ενώ στο ίδιο μήκος κύματος ο Λόρδος Πάλμερστον αργότερα πολύ εύγλωττα θα αποφανθεί για τις έξωθεν φιλίες στη διπλωματία και την πολιτική «Δεν υπάρχουν αιώνιες φιλίες και διαρκείς συμμαχίες. Υπάρχουν μόνον αιώνια και διαρκή συμφέροντα». 
 

Ο Κολοκοτρώνης με απαρασάλευτη πίστη διεξήγε πόλεμο διαρκή κατά των Τούρκων σε πείσμα κάθε αντιξοότητας που αντιστρατεύονταν την έκβαση του αγώνα. Ενέπνεε με την ηθική λεβεντιά και την πολεμική του ανδρεία, αλλά ήξερε και να επιβάλλεται κατά το πώς η κάθε περίσταση του αγώνα όριζε. Όταν λοιπόν με την έλευση του φοβερού Ιμπραήμ, που ισοπεδώνει στην Πελοπόννησο τους ακέφαλους – λόγω του εμφυλίου – στρατιωτικά Έλληνες, πολλοί χάνουν το ηθικό τους και υποτάσσονται στον κατακτητή, ο αρχιστράτηγος εφαρμόζει ποινή θανάτου στους προσκυνημένους, και κατορθώνει έτσι να ανακόψει την εγκατάλειψη του αγώνα, από τους πανικόβλητους χωρικούς που λιποψυχούν στο πέρασμα του τρομερού αιγυπτίου.

  Γράφει ο ίδιος «Εγώ δεν έλειψα να κάμω μια προσταγή και επάτησα τη βούλα μου : όποιο χωριό δεν ήθελε να ακολουθήσει τη φωνή της πατρίδος τσεκούρι και φωτιά». Ήταν όμως ο λαμπρός μας πολέμαρχος προικοδοτημένος και με ηθική γενναιοδωρία μεγάλη, αλλά και ιστορική αυτοσυνειδησία που του επέτρεπε, ηθικά, να είναι πάνω από τις περιστάσεις. Έτσι όταν αποφυλακίζεται από την Ύδρα και κατευθύνεται στο Ναύπλιο, καθώς θα συναντήσει στην κεντρική πλατεία τους Ναυπλιώτες να σκάβουν προς αναζήτηση θησαυρού, θα τους πεί με την μεγαθυμία που τον διέκρινε «Ερχόμενος εδώ από την Ύδρα, έπνιξα εις την θάλασσα τα πάθη μου. Πνίξετε και σείς τα δικά σας. Θάψετε εις αυτήν την άβυσσο όλας τάς έριδας και τάς διχόνοιας. Αυτός είναι ο θησαυρός που θα βρήτε»

 Ενώ τα σπάνια ψυχικά του χαρίσματα και τις ηθικές του αρετές, επικουρούσε η βαθιά και ειλικρινής πίστη του στην Θεία δύναμη. Αυτή του την πίστη, την είχε αναπόσπαστα συνδέσει με την μοίρα του ελληνισμού και την απελευθέρωσή του. Έλεγε χαρακτηριστικά «Ο Θεός έδωσε τη υπογραφή του δια την ελευθερίαν της Ελλάδος, δεν την παίρνει πίσω». Ο Κολοκοτρώνης πίστευε ακραδάντως στην νίκη των Ελλήνων. Και είχε την ικανότητα με την γενναία και τρυφερή του καρδιά, αλλά και με την αδρή πείρα ζωής που είχε προσκομίσει αυτός ο γίγαντας, να μεταδίδει τα ζεστά κύματα της ψυχής του, στους αδύναμους και άκαπνους χωρικούς και να τους ψυχώνει όσο τίποτε άλλο. Κατόρθωνε να εμπνέει και να καθοδηγεί με την απαράμιλλη λεβεντιά του, στα απάτητα λιμέρια της κλεφτουριάς. 

 Συνέγειρε συνειδήσεις και προξενούσε μαζί και με τον άλλο σπουδαίο πολέμαρχο της Ρούμελης τον Καραϊσκάκη, τον λαϊκό αυτοματισμό. Προς επίρρωση των παραπάνω έρχεται το εξής περιστατικό. Στη μάχη στα Δερβενάκια ο Κολοκοτρώνης απευθυνόμενος σε ένα νεαρό βοσκό που ακουμπισμένος στην γκλίτσα του τον κοιτάζει αμήχανος, θα τον ρωτήσει -Τι είσαι συ ρε Έλληνα ; – Τσοπάνος θα απαντήσει ο νεαρός.  – Και γιατί δεν πας να πολεμήσεις; ρωτά ο Κολοκοτρώνης – Δεν έχω όπλα. – Και η αγκλίτσα είναι όπλο βρέ Έλληνα ! – Πήγαινε με αυτήν να σκοτώσεις Τούρκους και να πάρεις τα άρματά τους. Δεν πέρασε παρά λίγη ώρα και νεαρός τσοπάνος επέστρεφε με τα όπλα που είχε αφαιρέσει από τους Τούρκους. Ωστόσο ο  σπουδαίος ιστορικός μας Σπύρος Μελάς, θα ανιχνεύσει την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη. «Ενώ ο Γέρος του Μοριά έφτιαξε την επανάσταση, ο ευφυής στρατηγός της Ρούμελης φτιάχτηκε από αυτήν».

Παράλληλα όμως με την τεραστίων διαστάσεων συμβολή του στον αγώνα της εθνεγερσίας, ο Κολοκοτρώνης διακατείχετο και από μεγάλη αγωνία για την πορεία του ελληνισμού. Πολλώ μάλλον που το γένος ξαναέβγαινε στο προσκήνιο της ιστορίας τραυματισμένο μετά τεσσάρων αιώνων αφόρητη δουλεία. Τον ενδιέφερε καθώς ήταν οραματιστής η ελληνική διάρκεια. Στοιχείο που θα μπορούσε να την εξασφαλίσει στο διηνεκές, μόνο μια μορφωμένη και άξια να συλλάβει τους κυματισμούς της ιστορίας νεολαία. Θα απευθύνει έτσι βαρυσήμαντο λόγο από την Πνύκα το 1838 στις 13 Νοεμβρίου, στους μαθητές του Γυμνασίου Αθηνών. 

 Αναδεικνύει μέσα από τον μεστό και εθνοπρεπή λόγο του, την αδιάσπαστη παρουσία του ελληνισμού στη λεωφόρο του χρόνου, αλλά και τις γενεσιουργούς αιτίες, πέραν πάσης λογικής της επανάστασης. Θα πεί χαρακτηριστικά «Δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομεν άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τες πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε «Πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα, βατσέλα», αλλά ως μια βροχή έπεσε είς όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε σ΄ αυτό το  σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση».  

 Παρακάτω τονίζει τη σημασία της ομόνοιας  ως ακρογωνιαίου λίθου για την επίτευξη του σκοπού των Ελλήνων και τις ολέθριες συνέπειες της διχόνοιας όταν αυτή ενέσκηψε στους κόλπους του αγώνα. Έτσι αφού αναφερθεί στη συμβολή της ομόνοιας κατά το πρώτο έτος της επανάστασης θα πεί με αποστροφή για το σαράκι του διχασμού «αν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δυο χρόνους ηθέλαμε κυριεύσει και τη Θεσσαλία, και τη Μακεδονία και ίσως εφθάναμε και ως την Κωνσταντινούπολη. Δυστυχώς δεν εβάσταξεν η ομόνοια. Ήρθαν μερικοί και ηθέλησαν να γίνουν μπαρμπέρηδες στού κασίδι το κεφάλι»

 . Όμως είναι η ώρα να απευθυνθεί ο μεγάλος πολέμαρχος στους βλαστούς της πατρίδας τη νεολαία. Για την οποία αποδίδει μείζονα σημασία στις σπουδές και τη φιλοπονία της στα γράμματα. «Να μην περνάτε το χρόνο σας εις τα καφενεία και τα μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τας σπουδάς σας. Ενώ ως επιστέγασμα της ιστορικής αυτής ομιλίας του οραματιστή και ηγέτη της ελευθερίας του γένους, θα έλθει η αναφορά του στην πίστη μας. Είναι και η πιο πολύτιμη παρακαταθήκη μιας σπουδαίας ελληνικής ψυχής, που μέσα από την πίστη της στο Θεό, άρδευσε τα απαραίτητα ηθικά αποθέματα για να οδηγήσει τους αλύτρωτους Έλληνες στην πολυπόθητη εθνική και πνευματική τους ελευθερία. «Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος».